- σκιτζής
- σκιτζής, ο και σκιντζής, ο(λ. τουρκ.), αδέξιος τεχνίτης, μπαλωματής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκιτζής — και σκιντζής, ο, Ν 1. αυτός που επιδιορθώνει παλιά ρούχα και παπούτσια, μπαλωματής 2. μτφ. α) αδαής, αδέξιος επαγγελματίας β) άνθρωπος πεπαλαιωμένων μεθόδων και αντιλήψεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eskici «παλαιοπώλης, μπαλωματής»] … Dictionary of Greek
καβάφης — ο 1. πωλητής ή κατασκευαστής υποδημάτων δεύτερης ποιότητας, παπουτσής δεύτερης τάξης, τσαρουχάς 2. μτφ. όχι τέλειος άνθρωπος 3. φρ. «καβάφης τής τέχνης» κακός τεχνίτης, βαναυσουργός, σκιτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavaf «παπουτσής»] … Dictionary of Greek
ξυλοσχίστης — και ξυλοσκίστης, ο (Α ξυλοσχίστης) αυτός που σχίζει ξύλα νεοελλ. μτφ. 1. ανάξιος, ανίκανος, αδέξιος, σκιτζής 2. αμαθής, αγράμματος … Dictionary of Greek
σκιντζής — ο, Ν βλ. σκιτζής … Dictionary of Greek
σκιτζίδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκιτζή 2. άτεχνος, κακοφτειαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιτζής + κατάλ. ίδικος (πρβλ. κολπατζ ίδικος)] … Dictionary of Greek
ψευδοτζαγγάρης — ὁ, Μ άτομο που κατασκευάζει ή επισκευάζει υποδήματα χωρίς να ξέρει την τέχνη, σκιτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + τζαγγάρης] … Dictionary of Greek